κυρήβια

κυρήβια
κυρήβια, -ίων, τὰ (Α)
1. αποφλοιωμένα σιτηρά και άχυρα ή πίτουρα σιτηρών, κυρίως κριθαριού, ή αποφλοιωμένα όσπρια
2. ο τόπος ή το κατάστημα όπου πωλούσαν τα κυρήβια («οἶδα τὰς ὁδούς, ἅσπερ Εὐκράτης ἔφευγεν εὐθὺ τῶν κυρηβίων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυρήβια — husks neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρήβι' — κυρήβια , κυρήβια husks neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρηβίοις — κυρήβια husks neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρηβίοισι — κυρήβια husks neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρηβίων — κυρήβια husks neut gen pl κυρηβίων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρηβιοπώλης — κυρηβιοπώλης, ὁ (Α) [κυρήβια] αυτός που πουλά κυρήβια* («κυρηβιοπῶλα Εὔκρατες», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • Κυρηβίων — Κυρηβίων, ωνος, ὁ (Α) [κυρήβια] προσωνυμία τού Επικράτους («κυριβίων δ ἐπεκαλεῑτο Ἐπικράτης ό Aἰσχίνου τοῡ ῤήτορος κηδεστής», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”